Η ΠΑΛΑ
Κλεισμένη
σε γυάλινη προθήκη
να προσελκύω βλέμματα
τοποθετημένη επιμελώς
στο ύψος των ματιών
Ύπτια
με το μισό κορμί μου
σπαρμένο από φίλντισι
αποστειρωμένη πλέον
από το χρόνο και τα αγγίγματα
Λάφυρο
ορμής του Ραγιά
που πάνω στην κόψη μου
ισορροπούσε
η επιθυμία για θάνατο ή λευτεριά
Της οδύνης δωρήτρια
Πληγής χαίνουσας η
αιτία
Εξόντωσης και εξάλειψης
η αδιαφιλονίκητη
αυτουργός
Που τώρα όμως γυμνή
παγωμένη και ακλεής
αποζητώ
σφικτά όπως παλιά
την παλάμη να με αγκαλιάσει
του ανδρειωμένου Κλέφτη.
Γιάννης Τόλιας