Ο άνθρωπος με την λεπτότητα στο ύψιλον
Και την μεγάλη ευγένεια στ' όμικρον
Ανέβηκε στα κάγκελα του κήπου και κοίταξε
τα σπαρμένα πτηνά
Δεν είναι ακριβώς λουλούδια, είπε, μα πληγές
Ενός εσπερινού θεού που ακόμα δεν γνωρίζουμε
Δεν είναι τα σώψυχα ανθρώπων μα φωνές
Από σπήλαια νεκρών ημερών, ας πάγω τώρα
Να μαζέψω τις ώρες μου από κει
Ας πάγω να θεραπεύσω το απόγευμα
Που μου λέγει Έϊρικ Έϊρικ
Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν πεθαίνουνε στ'αλήθεια
Αλλά γελάνε με τα τριαντάφυλλα στο στόμα
Ξεχνούν τα πτώματα στις αποθήκες
κι επανέρχονται
Έϊρικ Έϊρικ είναι αλήθεια
πως τα χέρια σου είναι
Σε μαύρο χρώμα βουτηγμένα
πένθος εορταστικό
Καθώς σε πεπρωμένο ποιητή ταιριάζει
Τη νύχτα τα όνειρά σου θα'ρθουν λέγοντας
Το επιφώνημα ισημερινός ισημερινός
Όμως η νύχτα, Έϊρικ, θα φύγει
και
θα σε ξυπνήσουνοι περαστικοί