Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008
Λιτανεία Ονείρου
[στον φίλο Γιάννη Τόλια]
Ο άνθρωπος με την λεπτότητα στο ύψιλον
Και την μεγάλη ευγένεια στ' όμικρον
Ανέβηκε στα κάγκελα του κήπου και κοίταξε
τα σπαρμένα πτηνά
Δεν είναι ακριβώς λουλούδια, είπε, μα πληγές
Ενός εσπερινού θεού που ακόμα δεν γνωρίζουμε
Δεν είναι τα σώψυχα ανθρώπων μα φωνές
Από σπήλαια νεκρών ημερών, ας πάγω τώρα
Να μαζέψω τις ώρες μου από κει
Ας πάγω να θεραπεύσω το απόγευμα
Που μου λέγει Έϊρικ Έϊρικ
Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν πεθαίνουνε στ'αλήθεια
Αλλά γελάνε με τα τριαντάφυλλα στο στόμα
Ξεχνούν τα πτώματα στις αποθήκες
κι επανέρχονται
Έϊρικ Έϊρικ είναι αλήθεια
πως τα χέρια σου είναι
Σε μαύρο χρώμα βουτηγμένα
πένθος εορταστικό
Καθώς σε πεπρωμένο ποιητή ταιριάζει
Τη νύχτα τα όνειρά σου θα'ρθουν λέγοντας
Το επιφώνημα ισημερινός ισημερινός
Όμως η νύχτα, Έϊρικ, θα φύγει
και
θα σε ξυπνήσουνοι περαστικοί
Ο άνθρωπος με την λεπτότητα στο ύψιλον
Και την μεγάλη ευγένεια στ' όμικρον
Ανέβηκε στα κάγκελα του κήπου και κοίταξε
τα σπαρμένα πτηνά
Δεν είναι ακριβώς λουλούδια, είπε, μα πληγές
Ενός εσπερινού θεού που ακόμα δεν γνωρίζουμε
Δεν είναι τα σώψυχα ανθρώπων μα φωνές
Από σπήλαια νεκρών ημερών, ας πάγω τώρα
Να μαζέψω τις ώρες μου από κει
Ας πάγω να θεραπεύσω το απόγευμα
Που μου λέγει Έϊρικ Έϊρικ
Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν πεθαίνουνε στ'αλήθεια
Αλλά γελάνε με τα τριαντάφυλλα στο στόμα
Ξεχνούν τα πτώματα στις αποθήκες
κι επανέρχονται
Έϊρικ Έϊρικ είναι αλήθεια
πως τα χέρια σου είναι
Σε μαύρο χρώμα βουτηγμένα
πένθος εορταστικό
Καθώς σε πεπρωμένο ποιητή ταιριάζει
Τη νύχτα τα όνειρά σου θα'ρθουν λέγοντας
Το επιφώνημα ισημερινός ισημερινός
Όμως η νύχτα, Έϊρικ, θα φύγει
και
θα σε ξυπνήσουνοι περαστικοί
Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008
La Maison
Ήμουν οχυρωμένος σ’ ένα σκοτεινό
δωμάτιο στη μέση του χειμώνα.
Η βροχή χτύπαγε επίμονα
τα παράθυρα και την πόρτα.
Ποιος όμως να ανοίξει;
Εγώ μέσα πάλευα με όλα αυτά
που ήθελα να ζήσω.
Κάποτε όμως η μουσική γίνεται
αδιάκριτος φίλος
που χωρίς να ρωτήσει ανοίγει κρυφά
το σύρτη
και στην πόρτα στέκεται ένα
πάμφωτο κενό που σε εκπλήσσει
παίρνοντας το σχήμα γυναίκας
με κυκλάμινους γλουτούς και ωκεάνια στήθη.
Τότε είναι που ικετεύεις
τους δαίμονες της όρασης
να εξακοντίσουν τα λόγχιμα μάτια σου
και τους κυνόδοντες της αφής
να χαράξουν βαθιά τραύματα
στο κορμί θήραμα
που δεν αντιστέκεται
και παραδίνεται στην απόλυτη τελετή.
Η βροχή ξαφνικά σωπαίνει.
Πώς να προλάβεις το δώρημα των λέξεων;
Τον εξαγνισμό της αδόκητης θυσίας να εξηγήσεις;
Φορώντας βιαστικά το διάσπαρτο άρωμά της
χάθηκε
Αφήνοντας το πρωινό ονειροκτόνο φως
να αντιμάχεται το ελεήμον σκότος.
© Γιάννης Τόλιας
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)