Οι μέρες είναι λίγες και φεύγουν γρήγορα
Κι όποιος στη ζωή και τον έρωτα είναι θεατής
Δεν είναι αθώος

*

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007


Σκοτεινός άγγελος του ονείρου


Θέλω να σας πω
κι αν αντέχετε
με αιμορραγούσες λέξεις να σας εξηγήσω
για τον αληθινό θεό
το Χρόνο που δε λυπάται κανέναν

Πως είναι άδικος
και τις περισσότερες φορές
δίνει άδεια συνάντησης δυο ανθρώπων
όταν πλησιάζουν στη δύση των πράξεών τους

Ποιός όμως μπορεί να ερμηνεύσει
τον περίπλοκο τρόπο της σκέψης του
και γιατί δεν το επέτρεψε την κατάλληλη στιγμή;

Όταν αγαπάμε κάποιον
για τον τρόπο που ξεδιπλώνει
τη γραφή του
επινοούμε αναμνήσεις που τον περιέχουν
και γνωρίζω
-εγώ που πόθησα αμαρτίες-
πόσο πονάει να νοσταλγείς αυτό
που δεν έχεις ζήσει

Αντικριστές οι μοναξιές
Κι όμως ούτε χειραψία δε μπορούν
να ανταλλάξουν

Γι αυτό
-είπε ο σκοτεινός άγγελος του ενυπνίου-

Θα δώσω εξουσία αφής στις λέξεις σας
και θα τις αφήσω να συνευρεθούν
με το επιθανάτιο θρόισμα της μέρας

Το ηλιοβασίλεμα που χωριστά βλέπετε.


© Γιάννης Τόλιας

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007


Αεροδρόμιο Ρόδου 1994


Αργά τη νύχτα
η αίθουσα γεμίζει απολιθώματα
Αρώματα παλιών αναχωρήσεων
Ανίατες μνήμες μιας ανεπίδοτης
χρονικής προθεώρησης
Υγρή οσμή δακρύων
Η απρόσμενη δωρεά
μιας πρωινής σκαπάνης
ξεθάβει μια άγνωστη λύπη
κάτι σαν ποίημα
που αναίτια δραπετεύει
αφήνοντας πικρή τη γεύση της απώλειας
και της μοναχικής επιστροφής.


© Γιάννης Τόλιας

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007


Του σκότους (Εν ενυπνίω ακρόνυχτου)


Ω! χρώμα πανδαιμόνιο
Εκ γενετής τυφλό
Από το διάχυτο του ελέους σου
Εκπορεύονται τα όνειρα του ύπνου
Και τα άλλα.

Μόνο στο συναρπαστικό της μαύρης οθόνης
Μπορεί το φως και αποτυπώνει
Τα υπερφίαλα χρώματά του.

Αν αφανίσετε το σκοτάδι
Έχω τη περιέργεια
Ποιο άλλο εξαίσιο φόντο θα διαλέξετε
Για τα άστρα και την πανσέληνο;

Υ.Γ.

Ακρόνυχτο: το άκρον της νυκτός,
ο προ της αυγής έσχατος χρόνος της νυκτός


© Γιάννης Τόλιας

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΤΩΝ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΩΝ


Αυτόπτες των συγκλονισμών


Σηκώνεις το φουστάνι σου
ώς τους μηρούς των υποσχέσεων

Σωκράτης Ξένος


Φύσηξε ο άνεμος του δωματίου
και σκόρπισε τα φύλλα ρούχα σου
Έριξες στο συρτάρι τα δαχτυλίδια σου
Δε θέλω είπες αυτόπτες μάρτυρες
των ακροδάχτυλων αναστεναγμών
Σαν πλημμυρίδα εξαπλώθηκες στο κορμί μου
Βάρβαρη κατάκτηση αφής

Πίσω από τους ώμους σου
Κρυφοκοίταζε
ο κούκος του ρολογιού.


© Γιάννης Τόλιας